- στενωμάτων
- στένωμαnarrow placeneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρηθροτομία — η ιατρ. διατομή τών στενωμάτων τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethrotomy (< ουρήθρα + τομία < τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek